πυρετολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πυρετολόγος | οι | πυρετολόγοι |
| γενική | του/της | πυρετολόγου | των | πυρετολόγων |
| αιτιατική | τον/την | πυρετολόγο | τους/τις | πυρετολόγους |
| κλητική | πυρετολόγε | πυρετολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυρετολόγος < πυρετολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrétologiste)
Μεταφράσεις
πυρετολόγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.