πυρετολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρετολογία οι πυρετολογίες
      γενική της πυρετολογίας των πυρετολογιών
    αιτιατική την πυρετολογία τις πυρετολογίες
     κλητική πυρετολογία πυρετολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρετολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrétologie[1] < αρχαία ελληνική πυρετός + λέγω

Ουσιαστικό

πυρετολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.