πυρετολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυρετολογικός | η | πυρετολογική | το | πυρετολογικό |
| γενική | του | πυρετολογικού | της | πυρετολογικής | του | πυρετολογικού |
| αιτιατική | τον | πυρετολογικό | την | πυρετολογική | το | πυρετολογικό |
| κλητική | πυρετολογικέ | πυρετολογική | πυρετολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυρετολογικοί | οι | πυρετολογικές | τα | πυρετολογικά |
| γενική | των | πυρετολογικών | των | πυρετολογικών | των | πυρετολογικών |
| αιτιατική | τους | πυρετολογικούς | τις | πυρετολογικές | τα | πυρετολογικά |
| κλητική | πυρετολογικοί | πυρετολογικές | πυρετολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πυρετολογικός < πυρετολογία + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrétologique)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πυρετολογία, πυρετός, πυρ και λέγω
Μεταφράσεις
πυρετολογικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.