πυράντοχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυράντοχος | η | πυράντοχη | το | πυράντοχο |
| γενική | του | πυράντοχου | της | πυράντοχης | του | πυράντοχου |
| αιτιατική | τον | πυράντοχο | την | πυράντοχη | το | πυράντοχο |
| κλητική | πυράντοχε | πυράντοχη | πυράντοχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυράντοχοι | οι | πυράντοχες | τα | πυράντοχα |
| γενική | των | πυράντοχων | των | πυράντοχων | των | πυράντοχων |
| αιτιατική | τους | πυράντοχους | τις | πυράντοχες | τα | πυράντοχα |
| κλητική | πυράντοχοι | πυράντοχες | πυράντοχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
πυράντοχος, -η, -ο
- (γενικότερα) που είναι ανθεκτικός στη φωτιά και στις υψηλές θερμοκρασίες
- (ειδικότερα, γεωπονία):[1][2]
- για φυτά που δεν καίγονται εύκολα, που είναι ανθεκτικά στη φωτιά και στις μεγάλες θερμοκρασίες
- → δείτε και τη λέξη πυρόφυτο
- για φυτά που αντιστέκονται στις επιπτώσεις της φωτιάς, που διαθέτουν μηχανισμούς προσαρμογής στα περιβάλλοντα που εκδηλώνονται πυρκαγιές και αναπαράγονται εύκολα μετά τη φωτιά
- → δείτε και το επίθετο πυρόφιλος και τον όρο ενεργητικό πυρόφυτο
- για φυτά που δεν καίγονται εύκολα, που είναι ανθεκτικά στη φωτιά και στις μεγάλες θερμοκρασίες
Μεταφράσεις
πυράντοχος
|
|
Αναφορές
- Γεώργιος Ν. Δημητρέλλος, Επιπτώσεις των δασικών πυρκαγιών στο περιβάλλον. Οικολογία δασικών πυρκαγιών. Διαχείριση καμένων εκτάσεων (Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών), σσ. 38-40. Στον ιστότοπο eclass.upatras.gr· πρόσβαση: 2021-08-08.
- Μάρθα Καπλάνογλου (τεχνολόγος γεωπόνος), «Υπάρχουν φυτά ανθεκτικά στις πυρκαγιές;», ΚozaniLife.gr (17 Αυγούστου 2018)· πρόσβαση: 2021-08-08.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.