πτύξη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πτύξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτύξις < αρχαία ελληνική πτύσσω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpti.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτύξη

Ουσιαστικό

πτύξη θηλυκό

  1. (λόγιο) το δίπλωμα, δίπλωση το να διπλώνεις [1]
  2. (λόγιο, ναυτικός όρος) το δίπλωμα ή το μάζεμα των πανιών στα ιστιοφόρα σκάφη [2]

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πτύσσω

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. «πτύξις» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.