πτυσσόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτυσσόμενος η πτυσσόμενη το πτυσσόμενο
      γενική του πτυσσόμενου της πτυσσόμενης του πτυσσόμενου
    αιτιατική τον πτυσσόμενο την πτυσσόμενη το πτυσσόμενο
     κλητική πτυσσόμενε πτυσσόμενη πτυσσόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτυσσόμενοι οι πτυσσόμενες τα πτυσσόμενα
      γενική των πτυσσόμενων των πτυσσόμενων των πτυσσόμενων
    αιτιατική τους πτυσσόμενους τις πτυσσόμενες τα πτυσσόμενα
     κλητική πτυσσόμενοι πτυσσόμενες πτυσσόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πτυσσόμενος < μετοχή μέσου ενεστώτα του πτύσσω

Μετοχή

πτυσσόμενος -η -ο

  • που μπορεί με κατάλληλο μηχανισμό να διπλωθεί ή να συμπτυχθεί ώστε να αποκτήσει μικρότερο όγκο και να αποθηκευτεί ευκολότερα
πτυσσόμενες καρέκλες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.