πτυχιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πτυχιούχος | οι | πτυχιούχοι |
| γενική | του/της | πτυχιούχου | των | πτυχιούχων |
| αιτιατική | τον/την | πτυχιούχο | τους/τις | πτυχιούχους |
| κλητική | πτυχιούχε | πτυχιούχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.