πτέρνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτέρνα οι πτέρνες
      γενική της πτέρνας των πτερνών
    αιτιατική την πτέρνα τις πτέρνες
     κλητική πτέρνα πτέρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτέρνα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτέρνα

Ουσιαστικό

πτέρνα θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πτέρν αἱ πτέρναι
      γενική τῆς πτέρνης τῶν πτερνῶν
      δοτική τῇ πτέρν ταῖς πτέρναις
    αιτιατική τὴν πτέρνᾰν τὰς πτέρνᾱς
     κλητική ! πτέρν πτέρναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτέρν
γεν-δοτ τοῖν  πτέρναιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

πτέρνα < ιωνικός τύπος πτέρνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πτέρνα, -ης

  1. (ανθρώπινο σώμα) η φτέρνα
    (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
    ὑμεῖς τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε
    να έχετε τα μυαλά στη θέση τους, όχι ...
  2. το πίσω μέρος του παπουτσιού (εκεί που σήμερα βρίσκεται συνήθως το τακούνι)
  3. το κατώτερο τμήμα μηχανών ή διαφόρων κατασκευών, η βάση τους
  4. περίπου το κέντρο του αρχαίου πλοίου

  • ιωνικός τύπος: πτέρνη

Παράγωγα

  • πτερνίζω
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Ετυμολογία 2

πτέρνα < πέρνα

Ουσιαστικό

πτέρνα, -ης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.