αχίλλειος πτέρνα

Νέα ελληνικά (el)

Έκφραση

αχίλλειος πτέρνα θηλυκό

  • το αδύναμο σημείο κάποιου, το σημείο όπου κάποιος είναι τρωτός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.