πρόταγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόταγμα τα προτάγματα
      γενική του προτάγματος των προταγμάτων
    αιτιατική το πρόταγμα τα προτάγματα
     κλητική πρόταγμα προτάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόταγμα < προτάσσω, προταγ- + -μα (συγκρίνετε με το ελληνιστικό πρόταγμα με άλλη σημασία)

Ουσιαστικό

πρόταγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πρόταγμᾰ τὰ προτάγμᾰτ
      γενική τοῦ προτάγμᾰτος τῶν προταγμᾰ́των
      δοτική τῷ προτάγμᾰτ τοῖς προτάγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πρόταγμᾰ τὰ προτάγμᾰτ
     κλητική ! πρόταγμᾰ προτάγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προτάγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  προταγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόταγμα < (αρχαία ελληνική προτάσσω) πρό- + (τάσσω) ταγ- + -μα

Ουσιαστικό

πρόταγμα ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.