πρόμαχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρόμαχος οι πρόμαχοι
      γενική του πρόμαχου
& προμάχου
των πρόμαχων
& προμάχων
    αιτιατική τον πρόμαχο τους πρόμαχους
& προμάχους
     κλητική πρόμαχε πρόμαχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόμαχος < αρχαία ελληνική πρόμᾰχος < πρό + μάχη

Ουσιαστικό

πρόμαχος αρσενικό

  1. (αρχαιοπρεπές) μαχόμενος στην πρώτη γραμμή
  2. (αρχαιοπρεπές, μεταφορικά) υπερασπιστής, υπέρμαχος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.