μαχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαχόμενος | η | μαχόμενη | το | μαχόμενο |
| γενική | του | μαχόμενου | της | μαχόμενης | του | μαχόμενου |
| αιτιατική | τον | μαχόμενο | τη | μαχόμενη | το | μαχόμενο |
| κλητική | μαχόμενε | μαχόμενη | μαχόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαχόμενοι | οι | μαχόμενες | τα | μαχόμενα |
| γενική | των | μαχόμενων | των | μαχόμενων | των | μαχόμενων |
| αιτιατική | τους | μαχόμενους | τις | μαχόμενες | τα | μαχόμενα |
| κλητική | μαχόμενοι | μαχόμενες | μαχόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαχόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαχόμενος, μετοχή ενεστώτα του μάχομαι
Μετοχή
μαχόμενος, -η, -ο
- αγωνιζόμενος, που μάχεται, που παλεύει
- ↪ υπηρέτησε τη μαχομένη δημοσιογραφία/δικηγορία
- που του συμβαίνει κάτι ενώ δίνει μάχη
- ↪ έπεσε μαχόμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- μαχόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαχόμενος, μετοχή ενεστώτα του μάχομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.