pro-
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία 1
- pro- < (λόγιο δάνειο) λατινική pro-. Εμφανίζεται σε σύνθετα με ενωτικό τον 19ο αιώνα.
Ετυμολογία 2
- pro- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική προ-
- Αγγλικές λέξεις με πρόθημα pro- στο Βικιλεξικό
επίσης:
- pre-
Λατινικά (la)
- Λατινικές λέξεις με πρόθημα pro- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.