προβάρω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
προβάρω
< ουσιαστικό
πρόβα
+ επίθημα
-άρω
< ιταλικά provar(e) "προβάρω" < λατινικά: probare τεστάρω, ελέγχω
Ρήμα
προβάρω
κάνω
πρόβα
,
δοκιμάζω
(ρούχο)
Αύριο, οι ηθοποιοί θα
προβάρουν
τα κοστούμια τους.
Μεταφράσεις
προβάρω
αγγλικά
:
rehearse
(en)
γαλλικά
:
répéter
(fr)
(
θεατρικό έργο
),
essayer
(fr)
(
ρούχο
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.