πρωτολογισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτολογισμός οι πρωτολογισμοί
      γενική του πρωτολογισμού των πρωτολογισμών
    αιτιατική τον πρωτολογισμό τους πρωτολογισμούς
     κλητική πρωτολογισμέ πρωτολογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτολογισμός < πρώτος + -ο- + λόγος + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική protologism)

Ουσιαστικό

πρωτολογισμός αρσενικό

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • Ως πρωτολογισμός νοείται λέξη που αποτελεί προσωπική επινόηση ενός ομιλητή, δεν γίνεται κατανοητή από το σύνολο της γλωσσικής κοινότητας ούτε είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί η χρήση της. Υπ' αυτή την έννοια οι πρωτολογισμοί δεν καταγράφονται στο Βικιλεξικό. (Βικιλεξικό:Κριτήρια συμπερίληψης)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.