πρωτοκλασάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτοκλασάτος | η | πρωτοκλασάτη | το | πρωτοκλασάτο |
| γενική | του | πρωτοκλασάτου | της | πρωτοκλασάτης | του | πρωτοκλασάτου |
| αιτιατική | τον | πρωτοκλασάτο | την | πρωτοκλασάτη | το | πρωτοκλασάτο |
| κλητική | πρωτοκλασάτε | πρωτοκλασάτη | πρωτοκλασάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτοκλασάτοι | οι | πρωτοκλασάτες | τα | πρωτοκλασάτα |
| γενική | των | πρωτοκλασάτων | των | πρωτοκλασάτων | των | πρωτοκλασάτων |
| αιτιατική | τους | πρωτοκλασάτους | τις | πρωτοκλασάτες | τα | πρωτοκλασάτα |
| κλητική | πρωτοκλασάτοι | πρωτοκλασάτες | πρωτοκλασάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.to.klaˈsa.tos/
Επίθετο
πρωτοκλασάτος, -η, -ο
- (οικείο) που κατατάσσεται σε μια πρώτη κατηγορία, που είναι κάπως ανώτερος
- Σοβαρές ανατροπές στην ανθρωπογεωγραφία της Βουλής δείχνουν τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα με πρωτοκλασάτα στελέχη να μένουν εκτός Κοινοβουλίου. (*)
Αναφορές
- πρωτοκλασάτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.