πρωτοετής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτοετής | η | πρωτοετής | το | πρωτοετές |
| γενική | του | πρωτοετούς* | της | πρωτοετούς | του | πρωτοετούς |
| αιτιατική | τον | πρωτοετή | την | πρωτοετή | το | πρωτοετές |
| κλητική | πρωτοετή(ς) | πρωτοετής | πρωτοετές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτοετείς | οι | πρωτοετείς | τα | πρωτοετή |
| γενική | των | πρωτοετών | των | πρωτοετών | των | πρωτοετών |
| αιτιατική | τους | πρωτοετείς | τις | πρωτοετείς | τα | πρωτοετή |
| κλητική | πρωτοετείς | πρωτοετείς | πρωτοετή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πρωτοετής, -ής, -ές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.