φοιτήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοιτήτρια οι φοιτήτριες
      γενική της φοιτήτριας των φοιτητριών
    αιτιατική τη φοιτήτρια τις φοιτήτριες
     κλητική φοιτήτρια φοιτήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φοιτήτρια < φοιτητής + -τρια

Προφορά

ΔΦΑ : /fiˈti.tri.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φοιτήτρια

Ουσιαστικό

φοιτήτρια θηλυκό (αρσενικό: φοιτητής)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φοιτητής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.