πρωτεϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτεϊκός | η | πρωτεϊκή | το | πρωτεϊκό |
| γενική | του | πρωτεϊκού | της | πρωτεϊκής | του | πρωτεϊκού |
| αιτιατική | τον | πρωτεϊκό | την | πρωτεϊκή | το | πρωτεϊκό |
| κλητική | πρωτεϊκέ | πρωτεϊκή | πρωτεϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτεϊκοί | οι | πρωτεϊκές | τα | πρωτεϊκά |
| γενική | των | πρωτεϊκών | των | πρωτεϊκών | των | πρωτεϊκών |
| αιτιατική | τους | πρωτεϊκούς | τις | πρωτεϊκές | τα | πρωτεϊκά |
| κλητική | πρωτεϊκοί | πρωτεϊκές | πρωτεϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτεϊκός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική protéique < νεολατινικά Proteus[1] < αρχαία ελληνική Πρωτεύς (Πρωτέας, δαίμονας της θάλασσας της ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος είχε την ικανότητα να αλλάζει μορφή) + -ικός[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.te.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐τε‐ϊ‐κός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- πρωτεϊκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.