Πρωτέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πρωτέας | ||
| γενική | του | Πρωτέα & Πρωτέως | ||
| αιτιατική | τον | Πρωτέα | ||
| κλητική | Πρωτέα | |||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πρωτέας < αρχαία ελληνική Πρωτεύς < πρωτεύω < πρῶτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.