Πρωτεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Πρωτεύς < πρωτεύς < πρωτεύω (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < πρῶτος
Κύριο όνομα
Πρωτεύς αρσενικό
Αναφορές
- «πρῶτος» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.