γορίλας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γορίλας | οι | γορίλες |
| γενική | του | γορίλα | των | γορίλων |
| αιτιατική | τον | γορίλα | τους | γορίλες |
| κλητική | γορίλα | γορίλες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γορίλας < γορίλλας < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική gorilla < αρχαία ελληνική Γόριλλαι (φυλή τριχωτών γυναικών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.