προϋπάρχων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προϋπάρχων & προϋπάρχοντας |
η | προϋπάρχουσα | το | προϋπάρχον |
| γενική | του | προϋπάρχοντος & προϋπάρχοντα |
της | προϋπάρχουσας & προϋπαρχούσης* |
του | προϋπάρχοντος |
| αιτιατική | τον | προϋπάρχοντα | την | προϋπάρχουσα | το | προϋπάρχον |
| κλητική | προϋπάρχων & προϋπάρχοντα |
προϋπάρχουσα | προϋπάρχον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προϋπάρχοντες | οι | προϋπάρχουσες | τα | προϋπάρχοντα |
| γενική | των | προϋπαρχόντων | των | προϋπαρχουσών | των | προϋπαρχόντων |
| αιτιατική | τους | προϋπάρχοντες | τις | προϋπάρχουσες | τα | προϋπάρχοντα |
| κλητική | προϋπάρχοντες | προϋπάρχουσες | προϋπάρχοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προϋπάρχων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προϋπάρχω (αρχαία ελληνική)
Μεταφράσεις
προϋπάρχων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.