προφυλάξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

προφυλάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προφυλάσσω
  2. θα προφυλάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προφυλάσσω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

προφυλάξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προφύλαξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.