σπιράλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπιράλ < γαλλική spiral < μεσαιωνική λατινική spiralis < λατινική spira < αρχαία ελληνική σπεῖρα (αντιδάνειο)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /spiˈɾal/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπιράλ

Ουσιαστικό

σπιράλ ουδέτερο άκλιτο

  1. αντικείμενα που είναι παρόμοια με ελικοειδή σωλήνα
  2. τετράδιο που οι σελίδες του συνδέονται με ένα ελικοειδές σύρμα ή πλαστικό
  3. (ιατρική) συσκευή σχήματος τ, κατασκευασμένο από χαλκό ή πλαστικό που τοποθετείται στην κοιλότητα της μήτρας για να πετύχει η αντισύλληψη
  4. ειδικό εντομοαπωθητικό

Επίθετο

σπιράλ άκλιτο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.