σπιράλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπιράλ < γαλλική spiral < μεσαιωνική λατινική spiralis < λατινική spira < αρχαία ελληνική σπεῖρα (αντιδάνειο)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /spiˈɾal/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπι‐ράλ
Ουσιαστικό
σπιράλ ουδέτερο άκλιτο
- αντικείμενα που είναι παρόμοια με ελικοειδή σωλήνα
- τετράδιο που οι σελίδες του συνδέονται με ένα ελικοειδές σύρμα ή πλαστικό
- (ιατρική) συσκευή σχήματος τ, κατασκευασμένο από χαλκό ή πλαστικό που τοποθετείται στην κοιλότητα της μήτρας για να πετύχει η αντισύλληψη
- ειδικό εντομοαπωθητικό
Αναφορές
- σπιράλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.