λατέξ

Νέα ελληνικά (el)

Γάντι από λάτεξ.

Ετυμολογία

λατέξ < (λόγιο δάνειο) γαλλική latex < νεολατινική latex (υγρό του σώματος, όπως πλάσμα) > λατινική latex (υγρό, νερό)[1] < (ίσως) αρχαία ελληνική λάταξ στη σημασία: στάλα κρασιού στον πάτο ποτηριού[2] [3]

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈteks/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λατέξ

Ουσιαστικό

λατέξ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. λάταξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  3. latex (Latin) στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.