προτιμολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προτιμολόγιο τα προτιμολόγια
      γενική του προτιμολόγιου
& προτιμολογίου
των προτιμολόγιων
& προτιμολογίων
    αιτιατική το προτιμολόγιο τα προτιμολόγια
     κλητική προτιμολόγιο προτιμολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προτιμολόγιο < προ- + τιμολόγιο

Ουσιαστικό

προτιμολόγιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • προτιμολόγιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • προτιμολόγιο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.