προτιμολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προτιμολόγηση | οι | προτιμολογήσεις |
| γενική | της | προτιμολόγησης* | των | προτιμολογήσεων |
| αιτιατική | την | προτιμολόγηση | τις | προτιμολογήσεις |
| κλητική | προτιμολόγηση | προτιμολογήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προτιμολογήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προτιμολόγηση < προτιμολογώ + -ση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη προτιμολόγιο
Μεταφράσεις
προτιμολόγηση
|
|
Πηγές
- προτιμολόγηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προτιμολόγηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προτιμολόγηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.