προτερόχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προτερόχρονος | η | προτερόχρονη | το | προτερόχρονο |
| γενική | του | προτερόχρονου | της | προτερόχρονης | του | προτερόχρονου |
| αιτιατική | τον | προτερόχρονο | την | προτερόχρονη | το | προτερόχρονο |
| κλητική | προτερόχρονε | προτερόχρονη | προτερόχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προτερόχρονοι | οι | προτερόχρονες | τα | προτερόχρονα |
| γενική | των | προτερόχρονων | των | προτερόχρονων | των | προτερόχρονων |
| αιτιατική | τους | προτερόχρονους | τις | προτερόχρονες | τα | προτερόχρονα |
| κλητική | προτερόχρονοι | προτερόχρονες | προτερόχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
προτερόχρονος, -η, -ο
- που συμβαίνει, συνέβη ή θα συμβεί σε προηγούμενο χρόνο, πριν από κάποια άλλη πράξη
- (ουσιαστικοποιημένο) (γραμματική) προτερόχρονο: κάτι που συμβαίνει, συνέβη ή θα συμβεί σε προηγούμενο χρόνο, πριν από κάποια άλλη πράξη
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.