προτεραία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προτεραία οι προτεραίες
      γενική της προτεραίας των προτεραίων
    αιτιατική την προτεραία τις προτεραίες
     κλητική προτεραία προτεραίες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προτεραία < αρχαία ελληνική προτεραία, αρσενικό του προτεραῖος < πρότερος

Ουσιαστικό

προτεραία θηλυκό

  1. (λόγιο) η παραμονή κάποιας μέρας, η προηγούμενη ημέρα
  2. (ειδικότερα) (λόγιο) ό.π. με επιθετική χρήση
      επαναφέρω στην προτεραία κατάσταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.