προσωπικός υπολογιστής

Νέα ελληνικά (el)

Κύρια μέρη ενός επιτραπέζιου (desktop) προσωπικού υπολογιστή. 1.οθόνη, 2.μητρική κάρτα, 3. κεντρική μονάδα επεξεργασίας, 4.κεντρική μνήμη, 5.κάρτες επέκτασης, 6.τροφοδοτικό, 7.οδηγός οπτικού δίσκου, 8. σκληρός δίσκος, 9.ποντίκι, 10.πληκτρολόγιο

Ετυμολογία

προσωπικός υπολογιστής <  δείτε τις λέξεις προσωπικός και υπολογιστής, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική personal computer

Πολυλεκτικός όρος

προσωπικός υπολογιστής

  • (πληροφορική) ηλεκτρονικός υπολογιστής, γενικής χρήσης, προσιτός σε κόστος, μικρός σε μέγεθος, απλός στη χρήση όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένο σκοπό
    συντομογραφία (στην αγγλική): PC, πληθυντικός: PCs

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.