facial

Αγγλικά (en)

Επίθετο
facial (en)
- που αναφέρεται στο πρόσωπο, προσωπικός
- facial massage - μασάζ στο πρόσωπο
- facial expression - οι εκφράσεις του προσώπου
- facial nerve - το προσωπικό νεύρο

Ουσιαστικό
facial (en)
- η περιποίηση προσώπου
- (αργκό) απαγορευμένο χτύπημα στο πρόσωπο σε αγώνα
- (χυδαίο) η εκσπερμάτωση στο πρόσωπο του ερωτικού συντρόφου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.