προσχωσιγενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσχωσιγενής | η | προσχωσιγενής | το | προσχωσιγενές |
| γενική | του | προσχωσιγενούς* | της | προσχωσιγενούς | του | προσχωσιγενούς |
| αιτιατική | τον | προσχωσιγενή | την | προσχωσιγενή | το | προσχωσιγενές |
| κλητική | προσχωσιγενή(ς) | προσχωσιγενής | προσχωσιγενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσχωσιγενείς | οι | προσχωσιγενείς | τα | προσχωσιγενή |
| γενική | των | προσχωσιγενών | των | προσχωσιγενών | των | προσχωσιγενών |
| αιτιατική | τους | προσχωσιγενείς | τις | προσχωσιγενείς | τα | προσχωσιγενή |
| κλητική | προσχωσιγενείς | προσχωσιγενείς | προσχωσιγενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
προσχωσιγενής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.