δημιουργούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δημιουργούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δημιουργώ
Ρήμα
δημιουργούμαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δημιουργούμαι | δημιουργούμουν | θα δημιουργούμαι | να δημιουργούμαι | δημιουργούμενος | |
| β' ενικ. | δημιουργείσαι | δημιουργούσουν | θα δημιουργείσαι | να δημιουργείσαι | ||
| γ' ενικ. | δημιουργείται | δημιουργούνταν | θα δημιουργείται | να δημιουργείται | ||
| α' πληθ. | δημιουργούμαστε | δημιουργούμασταν δημιουργούμαστε |
θα δημιουργούμαστε | να δημιουργούμαστε | ||
| β' πληθ. | δημιουργείστε | δημιουργούσασταν δημιουργούσαστε |
θα δημιουργείστε | να δημιουργείστε | δημιουργείστε | |
| γ' πληθ. | δημιουργούνται | δημιουργούνταν | θα δημιουργούνται | να δημιουργούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δημιουργήθηκα | θα δημιουργηθώ | να δημιουργηθώ | δημιουργηθεί | ||
| β' ενικ. | δημιουργήθηκες | θα δημιουργηθείς | να δημιουργηθείς | δημιουργήσου | ||
| γ' ενικ. | δημιουργήθηκε | θα δημιουργηθεί | να δημιουργηθεί | |||
| α' πληθ. | δημιουργηθήκαμε | θα δημιουργηθούμε | να δημιουργηθούμε | |||
| β' πληθ. | δημιουργηθήκατε | θα δημιουργηθείτε | να δημιουργηθείτε | δημιουργηθείτε | ||
| γ' πληθ. | δημιουργήθηκαν δημιουργηθήκαν(ε) |
θα δημιουργηθούν(ε) | να δημιουργηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω δημιουργηθεί | είχα δημιουργηθεί | θα έχω δημιουργηθεί | να έχω δημιουργηθεί | δημιουργημένος | |
| β' ενικ. | έχεις δημιουργηθεί | είχες δημιουργηθεί | θα έχεις δημιουργηθεί | να έχεις δημιουργηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει δημιουργηθεί | είχε δημιουργηθεί | θα έχει δημιουργηθεί | να έχει δημιουργηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε δημιουργηθεί | είχαμε δημιουργηθεί | θα έχουμε δημιουργηθεί | να έχουμε δημιουργηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε δημιουργηθεί | είχατε δημιουργηθεί | θα έχετε δημιουργηθεί | να έχετε δημιουργηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν δημιουργηθεί | είχαν δημιουργηθεί | θα έχουν δημιουργηθεί | να έχουν δημιουργηθεί | ||
Μεταφράσεις
δημιουργούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.