δημιουργούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δημιουργούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δημιουργώ

Ρήμα

δημιουργούμαι

  1. φτιάχνω τη ζωή μου, πετυχαίνω στους τομείς που ασχολούμαι, προοδεύω
  2. προκύπτω (συνήθως στο γ’ ενικό)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.