προστριβή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προστριβή οι προστριβές
      γενική της προστριβής των προστριβών
    αιτιατική την προστριβή τις προστριβές
     κλητική προστριβή προστριβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστριβή < προστρίβω + ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική friction[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.stɾiˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προστριβή
τυπογραφικός συλλαβισμός: προστριβή

Ουσιαστικό

προστριβή θηλυκό

  1. η τριβή δύο αντικειμένων μεταξύ τους
    γραμμή προστριβής παγετώνα
    σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής
     συνώνυμα: πρόστριψη
  2. η έλλειψη συμφωνίας στις απόψεις δύο προσώπων, με αποτέλεσμα την ψυχρότητα στις σχέσεις τους
    συνεχίζονται οι προστριβές μεταξύ των δύο υποψηφίων
     συνώνυμα: διένεξη, καβγάς μάλωμα, φιλονικία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. προστριβή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. προστριβή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.