προστιθέμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προστιθέμενος | η | προστιθέμενη | το | προστιθέμενο |
| γενική | του | προστιθέμενου | της | προστιθέμενης | του | προστιθέμενου |
| αιτιατική | τον | προστιθέμενο | την | προστιθέμενη | το | προστιθέμενο |
| κλητική | προστιθέμενε | προστιθέμενη | προστιθέμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προστιθέμενοι | οι | προστιθέμενες | τα | προστιθέμενα |
| γενική | των | προστιθέμενων | των | προστιθέμενων | των | προστιθέμενων |
| αιτιατική | τους | προστιθέμενους | τις | προστιθέμενες | τα | προστιθέμενα |
| κλητική | προστιθέμενοι | προστιθέμενες | προστιθέμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προστιθέμενος < αρχαία ελληνική προστιθέμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προστίθεμαι
Μετοχή
προστιθέμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που προστίθεται σε κάτι, που υπάρχει επιπλέον
- ↪το νέο σύστημα πρόσφυσης δίνει στους οδηγούς μια προστιθέμενη αίσθηση ασφάλειας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη προστίθεμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.