απονήωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απονήωση | οι | απονηώσεις |
| γενική | της | απονήωσης* | των | απονηώσεων |
| αιτιατική | την | απονήωση | τις | απονηώσεις |
| κλητική | απονήωση | απονηώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απονηώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
απονήωση θηλυκό
- (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) η απογείωση αεροσκαφών ή ελικοπτέρων από πλοίο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
απονήωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.