προσσελήνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσσελήνωση | οι | προσσεληνώσεις |
| γενική | της | προσσελήνωσης* | των | προσσεληνώσεων |
| αιτιατική | την | προσσελήνωση | τις | προσσεληνώσεις |
| κλητική | προσσελήνωση | προσσεληνώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσσεληνώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσσελήνωση < (προσσεληνώνω) προσσεληνω- + -ση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική moon landing
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προσεληνώνω και σελήνη
Μεταφράσεις
προσσελήνωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.