προσκύρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσκύρωση | οι | προσκυρώσεις |
| γενική | της | προσκύρωσης* | των | προσκυρώσεων |
| αιτιατική | την | προσκύρωση | τις | προσκυρώσεις |
| κλητική | προσκύρωση | προσκυρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσκυρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσκύρωση < ελληνιστική κοινή προσκύρωσις[1] < προσκυρόω / προσκυρῶ < αρχαία ελληνική πρός + κυρόω / κυρῶ < κῦρος
Ουσιαστικό
προσκύρωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσκυρώνω
- (νομικός όρος) η αναγκαστική μεταβίβαση (δικαστικώς) σε κάποιον της κυριότητας ενός πράγματος που ανήκει σε άλλον
- (λόγιο) άλλη μορφή του επικύρωση
Μεταφράσεις
προσκύρωση
|
|
Πηγές
- προσκύρωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσκύρωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προσκύρωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- προσκύρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.