προσκυρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσκυρώνω < ελληνιστική κοινή προσκυρόω[1] / προσκυρῶ < αρχαία ελληνική πρός + κυρόω / κυρῶ < κῦρος

Ρήμα

προσκυρώνω (παθητική φωνή: προσκυρώνομαι)

  1. (νομικός όρος) μεταβιβάζω δικαστικά την κυριότητα σε άλλον
  2. (λόγιο) άλλη μορφή του επικυρώνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  1. προσκυρόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.