προσκέφαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προσκέφαλο | τα | προσκέφαλα |
| γενική | του | προσκέφαλου | των | προσκέφαλων |
| αιτιατική | το | προσκέφαλο | τα | προσκέφαλα |
| κλητική | προσκέφαλο | προσκέφαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσκέφαλο < ελληνιστική κοινή προσκέφαλον < αρχαία ελληνική προσκεφάλαιον < πρός + κεφαλή
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈsce.fa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σκέ‐φα‐λο
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐κέ‐φα‐λο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.