προσκεφάλαιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προσκεφάλαιον τὰ προσκεφάλαι
      γενική τοῦ προσκεφαλαίου τῶν προσκεφαλαίων
      δοτική τῷ προσκεφαλαί τοῖς προσκεφαλαίοις
    αιτιατική τὸ προσκεφάλαιον τὰ προσκεφάλαι
     κλητική ! προσκεφάλαιον προσκεφάλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσκεφαλαίω
γεν-δοτ τοῖν  προσκεφαλαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκεφάλαιον < προσ- + κεφαλ(ή) + -αιον  δείτε και τη λέξη κεφάλαιον

Ουσιαστικό

προσκεφάλαιον ουδέτερο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.