προοικονομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προοικονομώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προοικονομέω / προοικονομῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.i.ko.noˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐οι‐κο‐νο‐μώ
Ρήμα
προοικονομώ, αόρ.: προοικονόμησα, παθ.φωνή: προοικονομούμαι, π.αόρ.: προοικονομήθηκα, μτχ.π.π.: προοικονομημένος
- προετοιμάζω, προβλέπω κάτι που θα χρησιμέψει ή συμβεί στο μέλλον
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προοικονομώ | προοικονομούσα | θα προοικονομώ | να προοικονομώ | προοικονομώντας | |
| β' ενικ. | προοικονομείς | προοικονομούσες | θα προοικονομείς | να προοικονομείς | (προοικονόμει) | |
| γ' ενικ. | προοικονομεί | προοικονομούσε | θα προοικονομεί | να προοικονομεί | ||
| α' πληθ. | προοικονομούμε | προοικονομούσαμε | θα προοικονομούμε | να προοικονομούμε | ||
| β' πληθ. | προοικονομείτε | προοικονομούσατε | θα προοικονομείτε | να προοικονομείτε | προοικονομείτε | |
| γ' πληθ. | προοικονομούν(ε) | προοικονομούσαν(ε) | θα προοικονομούν(ε) | να προοικονομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προοικονόμησα | θα προοικονομήσω | να προοικονομήσω | προοικονομήσει | ||
| β' ενικ. | προοικονόμησες | θα προοικονομήσεις | να προοικονομήσεις | προοικονόμησε | ||
| γ' ενικ. | προοικονόμησε | θα προοικονομήσει | να προοικονομήσει | |||
| α' πληθ. | προοικονομήσαμε | θα προοικονομήσουμε | να προοικονομήσουμε | |||
| β' πληθ. | προοικονομήσατε | θα προοικονομήσετε | να προοικονομήσετε | προοικονομήστε | ||
| γ' πληθ. | προοικονόμησαν προοικονομήσαν(ε) |
θα προοικονομήσουν(ε) | να προοικονομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προοικονομήσει | είχα προοικονομήσει | θα έχω προοικονομήσει | να έχω προοικονομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προοικονομήσει | είχες προοικονομήσει | θα έχεις προοικονομήσει | να έχεις προοικονομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προοικονομήσει | είχε προοικονομήσει | θα έχει προοικονομήσει | να έχει προοικονομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προοικονομήσει | είχαμε προοικονομήσει | θα έχουμε προοικονομήσει | να έχουμε προοικονομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προοικονομήσει | είχατε προοικονομήσει | θα έχετε προοικονομήσει | να έχετε προοικονομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προοικονομήσει | είχαν προοικονομήσει | θα έχουν προοικονομήσει | να έχουν προοικονομήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προοικονομούμαι | προοικονομούμουν | θα προοικονομούμαι | να προοικονομούμαι | ||
| β' ενικ. | προοικονομείσαι | προοικονομούσουν | θα προοικονομείσαι | να προοικονομείσαι | ||
| γ' ενικ. | προοικονομείται | προοικονομούνταν | θα προοικονομείται | να προοικονομείται | ||
| α' πληθ. | προοικονομούμαστε | προοικονομούμασταν προοικονομούμαστε |
θα προοικονομούμαστε | να προοικονομούμαστε | ||
| β' πληθ. | προοικονομείστε | προοικονομούσασταν προοικονομούσαστε |
θα προοικονομείστε | να προοικονομείστε | προοικονομείστε | |
| γ' πληθ. | προοικονομούνται | προοικονομούνταν | θα προοικονομούνται | να προοικονομούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προοικονομήθηκα | θα προοικονομηθώ | να προοικονομηθώ | προοικονομηθεί | ||
| β' ενικ. | προοικονομήθηκες | θα προοικονομηθείς | να προοικονομηθείς | προοικονομήσου | ||
| γ' ενικ. | προοικονομήθηκε | θα προοικονομηθεί | να προοικονομηθεί | |||
| α' πληθ. | προοικονομηθήκαμε | θα προοικονομηθούμε | να προοικονομηθούμε | |||
| β' πληθ. | προοικονομηθήκατε | θα προοικονομηθείτε | να προοικονομηθείτε | προοικονομηθείτε | ||
| γ' πληθ. | προοικονομήθηκαν προοικονομηθήκαν(ε) |
θα προοικονομηθούν(ε) | να προοικονομηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προοικονομηθεί | είχα προοικονομηθεί | θα έχω προοικονομηθεί | να έχω προοικονομηθεί | προοικονομημένος | |
| β' ενικ. | έχεις προοικονομηθεί | είχες προοικονομηθεί | θα έχεις προοικονομηθεί | να έχεις προοικονομηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προοικονομηθεί | είχε προοικονομηθεί | θα έχει προοικονομηθεί | να έχει προοικονομηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προοικονομηθεί | είχαμε προοικονομηθεί | θα έχουμε προοικονομηθεί | να έχουμε προοικονομηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προοικονομηθεί | είχατε προοικονομηθεί | θα έχετε προοικονομηθεί | να έχετε προοικονομηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προοικονομηθεί | είχαν προοικονομηθεί | θα έχουν προοικονομηθεί | να έχουν προοικονομηθεί | ||
Μεταφράσεις
προοικονομώ
|
|
Πηγές
- προοικονομώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.