προοικονομώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προοικονομώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προοικονομέω / προοικονομῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.i.ko.noˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προοικονομώ

Ρήμα

προοικονομώ, αόρ.: προοικονόμησα, παθ.φωνή: προοικονομούμαι, π.αόρ.: προοικονομήθηκα, μτχ.π.π.: προοικονομημένος

  • προετοιμάζω, προβλέπω κάτι που θα χρησιμέψει ή συμβεί στο μέλλον

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.