προσεταιρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσεταιρισμός οι προσεταιρισμοί
      γενική του προσεταιρισμού των προσεταιρισμών
    αιτιατική τον προσεταιρισμό τους προσεταιρισμούς
     κλητική προσεταιρισμέ προσεταιρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσεταιρισμός < προσεταιρίζομαι + -μός < αρχαία ελληνική προσεταιρίζομαι

Ουσιαστικό

προσεταιρισμός αρσενικό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσεταιρίζομαι, η εξασφάλιση της σύμφωνης γνώμης ή της ευνοϊκής στάσης κάποιου άλλου
  2. προσεταιριστική ιδιότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.