προσεταιρίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσεταιρίζομαι < αρχαία ελληνική προσεταιρίζομαι < πρός + ἑταιρίζω < ἑταῖρος

Ρήμα

προσεταιρίζομαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προσεταιρίζομαι < πρός + ἑταιρίζω < ἑταῖρος

Ρήμα

προσεταιρίζομαι

  1. (μέσο) + τινά: παίρνω κάποιον σαν φίλο μου, συνδέομαι με κάποιον
  2. (παθητικό) + τινί: συνεταιρίζομαι, συνδέομαι με κάποιον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.