προσεταιριστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσεταιριστικός | η | προσεταιριστική | το | προσεταιριστικό |
| γενική | του | προσεταιριστικού | της | προσεταιριστικής | του | προσεταιριστικού |
| αιτιατική | τον | προσεταιριστικό | την | προσεταιριστική | το | προσεταιριστικό |
| κλητική | προσεταιριστικέ | προσεταιριστική | προσεταιριστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσεταιριστικοί | οι | προσεταιριστικές | τα | προσεταιριστικά |
| γενική | των | προσεταιριστικών | των | προσεταιριστικών | των | προσεταιριστικών |
| αιτιατική | τους | προσεταιριστικούς | τις | προσεταιριστικές | τα | προσεταιριστικά |
| κλητική | προσεταιριστικοί | προσεταιριστικές | προσεταιριστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσεταιριστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
προσεταιριστικός, -ή, -ό
- (μαθηματικά, άλγεβρα) προσεταιριστική ιδιότητα: η ιδιότητα που έχουν κάποιες πράξεις, όταν εκτελούνται διαδοχικά, να είναι το αποτέλεσμά τους ανεξάρτητο από τη σειρά με την οποία θα εκτελεστούν. Πχ (5+2)+1=5+(2+1), (2*2)*3=2*(2*3)
- ↪ η πρόσθεση και ο πολλαπλασιασμός έχουν την προσεταιριστική ιδιότητα
Μεταφράσεις
προσεταιριστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.