hope
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| hope | hopes |
hope (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ελπίδα, η προσδοκία ότι κάτι καλύτερο θα συμβεί
- ↪ Don’t get his hopes up.
- Μην του δίνεις και πολλές ελπίδες.
- ↪ I’ll go in the hope of finding him at home.
- Θα πάω με την ελπίδα να τον βρω σπίτι.
- ↪ There is not much hope that he’ll succeed.
- Δεν υπάρχουν μεγάλες ελπίδες ότι θα πετύχει.
- ↪ Don’t rest your hopes on his promises.
- Μη στηρίζεις πολλές ελπίδες στις υποσχέσεις του.
- ↪ I had given up hope of him coming.
- Είχα πάψει να ελπίζω ότι θα έρθει.
- ↪ That gives me hope that…
- Αυτό με κάνει να ελπίζω ότι…
- ↪ Don’t get his hopes up.
- η ελπίδα, πρόσωπο που ενσαρκώνει την προσδοκία για κάτι θετικό
- ↪ You are my last hope./That loan is my last hope.
- Εσύ είσαι η τελευταία μου ελπίδα./Αυτό το δάνειο είναι η τελευταία μου ελπίδα.
- ↪ You are my last hope./That loan is my last hope.
Ρήμα
| ενεστώτας | hope |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | hopes |
| αόριστος | hoped |
| παθητική μετοχή | hoped |
| ενεργητική μετοχή | hoping |
hope (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ελπίζω, μακάρι
- ↪ I hope to see him.
- Ελπίζω να τον ιδώ.
- ↪ -“Is he coming?” -“I hope so.”
- -«Θα έρθει;» -«Το ελπίζω.»
- ↪ I am hoping for better results next time.
- Ελπίζω σε καλύτερα αποτελέσματα την άλλη φορά.
- ↪ We never hoped for such a huge success.
- Ποτέ δεν ελπίζαμε τέτοια επιτυχία.
- ↪ I hope I remember it soon.
- Μακάρι να το θυμηθώ σύντομα.
- ↪ I hope to see him.
Εκφράσεις
Πηγές
- hope (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- hope (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 282, 282-283. ISBN 9780194325684., λήμμα: ελπίδα, ελπίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.