προσαρμοστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσαρμοστικός η προσαρμοστική το προσαρμοστικό
      γενική του προσαρμοστικού της προσαρμοστικής του προσαρμοστικού
    αιτιατική τον προσαρμοστικό την προσαρμοστική το προσαρμοστικό
     κλητική προσαρμοστικέ προσαρμοστική προσαρμοστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσαρμοστικοί οι προσαρμοστικές τα προσαρμοστικά
      γενική των προσαρμοστικών των προσαρμοστικών των προσαρμοστικών
    αιτιατική τους προσαρμοστικούς τις προσαρμοστικές τα προσαρμοστικά
     κλητική προσαρμοστικοί προσαρμοστικές προσαρμοστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσαρμοστικός < προσαρμόζω + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.saɾ.mo.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσαρμοστικός
παλιότερος συλλαβισμός: προσαρμοστικός

Επίθετο

προσαρμοστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.