προσήλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προσήλιο | τα | προσήλια |
| γενική | του | προσήλιου | των | προσήλιων |
| αιτιατική | το | προσήλιο | τα | προσήλια |
| κλητική | προσήλιο | προσήλια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- προσήλιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προσήλιος[1] < αρχαία ελληνική προσήλιος < πρός + ἥλιος
Προφορά 1
- ΔΦΑ : /pɾoˈsi.li.o/ & /pɾoˈsi.ʎo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σή‐λι‐ο
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐ή‐λι‐ο
Ουσιαστικό
προσήλιο ουδέτερο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
προσήλιο
|
|
Ετυμολογία 2
- προσήλιο: κλιτικός τύπος
Προφορά 2
- ΔΦΑ : /pɾoˈsi.li.o/ (χωρίς συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σή‐λι‐ο
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐ή‐λι‐ο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
προσήλιο
- παλιότερος τύπος: προσήλιον
Αναφορές
- προσήλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.