προπαγανδιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προπαγανδιστής | οι | προπαγανδιστές |
| γενική | του | προπαγανδιστή | των | προπαγανδιστών |
| αιτιατική | τον | προπαγανδιστή | τους | προπαγανδιστές |
| κλητική | προπαγανδιστή | προπαγανδιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προπαγανδιστής < προπαγανδίζω + -τής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.